προτρεπω

προτρεπω
    προτρέπω
    προ-τρέπω
    1)
    

(Hom. - только med.-pass.) обращать, поворачивать

    προτρέπεσθαι ἐπὴ νηῶν Hom. — отступать к кораблям;
    ἄχεϊ προτραπέσθαι Hom. — предаться скорби

    2) тж. med. побуждать, увещевать, склонять
    

(τινὰ ἐπί, εἴς и πρός τι Xen., Plat., Aeschin., Arst., Polyb.)

    προτρέψομαι (sc. σε) Soph. — я буду упрашивать, т.е. умоляю тебя

    3) тж. med. заставлять, принуждать
    

(τινὰ ἐς πέδον κάρα νεῦσαι Soph.)

    4) med. возбуждать любопытство
    

προτραπέσθαι τινά τι Her. — заинтересовать кого-л. чем-л.

    5) med. опережать, aor. превзойти
    

(τινα ἐν τῷ πίνειν Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "προτρεπω" в других словарях:

  • προτρέπω — urge forwards pres subj act 1st sg προτρέπω urge forwards pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέπω — προτρέπω, προέτρεψα και πρότρεψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προτρέπω — ΝΜΑ [τρέπω] 1. παροτρύνω, παρακινώ (α. «όλοι οι φίλαθλοι προέτρεπαν τον αθλητή να εντείνει την προσπάθειά του» β. «συμβουλεύει ἤ προτρέπων ἤ ἀποτρέπων», Αριστοτ.) αρχ. 1. τρέπω, ωθώ προς τα εμπρός 2. εξερεθίζω, διεγείρω («ὡς... προετρέψατο ὁ… …   Dictionary of Greek

  • προτρέπω — πρότρεψα και προέτρεψα, παροτρύνω, ενθαρρύνω, παρακινώ κάποιον: Τον πρότρεψα να επισκεφτεί το γιατρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προτρέπεσθε — προτρέπω urge forwards pres imperat mp 2nd pl προτρέπω urge forwards pres ind mp 2nd pl προτρέπω urge forwards imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέπετε — προτρέπω urge forwards pres imperat act 2nd pl προτρέπω urge forwards pres ind act 2nd pl προτρέπω urge forwards imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέπῃ — προτρέπω urge forwards pres subj mp 2nd sg προτρέπω urge forwards pres ind mp 2nd sg προτρέπω urge forwards pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέψει — προτρέπω urge forwards aor subj act 3rd sg (epic) προτρέπω urge forwards fut ind mid 2nd sg προτρέπω urge forwards fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέψουσιν — προτρέπω urge forwards aor subj act 3rd pl (epic) προτρέπω urge forwards fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προτρέπω urge forwards fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέψω — προτρέπω urge forwards aor subj act 1st sg προτρέπω urge forwards fut ind act 1st sg προτρέπω urge forwards aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέψῃ — προτρέπω urge forwards aor subj mid 2nd sg προτρέπω urge forwards aor subj act 3rd sg προτρέπω urge forwards fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»